- ρωτακισμός
- (Ιατρ.). Διαταραχή του λόγου εξαιτίας μερικού τραυλισμού, που έχει ως συνέπεια την προφορά του ρ ως γ. Στην ελληνική γλώσσα, όπου το ρ έχει αδρή προφορά, ο ρ. είναι έκδηλος στους ενήλικες. Στην παιδική ηλικία, οπότε το ρ προφέρεται τελευταίο από τα υπόλοιπα στοιχεία κατά τη φυσική ανάπτυξη της φωνής στη νηπιακή ηλικία, η πάθηση εμφανίζεται σε μικρό ποσοστό και θεραπεύεται με ιδιαίτερη ορθοφωνητική άσκηση στα πρώτα χρόνια της σχολικής ηλικίας.
Ο όρος ρ. χρησιμοποιείται και στη γλωσσολογία και σημαίνει την τροπή του Σ, που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο φωνήεντα, σε Ρ. Το φαινόμενο αυτό συμβαίνει κατά κανόνα στη λατινική γλώσσα, ενώ στην ελληνική αποβάλλεται, αφού προηγούμενα τραπεί σε δασύ (h).
* * *ο, Ν [ρωτακίζω]1. γλωσσ. η μετατροπή τού συριστικού σ σε παλμικό ρ, όταν βρίσκεται ανάμεσα σε δύο φωνήεντα2. ιατρ. διαταραχή τού λόγου κατά την οποία ο πάσχων προφέρει τον φθόγγο ρ ως γ, όπως λχ. τη λ. νερό ως νεγό.
Dictionary of Greek. 2013.